- ὑπόδασυς
- ὑπόδᾰσυς, υ,A somewhat hairy, Dsc.2.139, 3.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόδασυς — υ, Α κάπως μαλλιαρός, κάπως δασύτριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δασύς] … Dictionary of Greek
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek